τροχοπεδητής

τροχοπεδητής
ο ж.-д. тормозной кондуктор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τροχοπεδητής" в других словарях:

  • τροχοπεδητής — ο, Ν σιδηροδρομικός υπάλληλος, χειριστής τής τροχοπέδης στους παλαιούς σιδηροδρόμους, κν. φρενατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχοπεδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τροχοπεδητής — ο ο χειριστής της τροχοπέδης, του φρένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρεναδόρος — ο, Ν τροχοπεδητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρένο + κατάλ. δόρος (πρβλ. σαλτα δόρος, τζογα δόρος)] …   Dictionary of Greek

  • φρεναδόρος — ο ο τροχοπεδητής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»